κοιλιόδαιμον

κοιλιόδαιμον
κοιλιοδαίμων
one who makes a god of his belly
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κοιλιοδαίμων — κοιλιοδαίμων, ονος, ὁ, ή, κοιλιόδαιμον, τὸ (Α) (ως επίθ. παρασιτικού ανθρώπου) αυτός που έχει ως θεό την κοιλιά, κοιλιόδουλος («γάστρων και κοιλιόδαιμον ἄνθρωπε», Εύπολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + δαίμων (πρβλ. βροτο δαίμων, νεκυ δαίμων)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”